- προσκαταλαμβάνεται
- πρόσ-καταλαμβάνωseizepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταλαμβάνω — Α 1. καταλαμβάνω επί πλέον 2. στερεώνω, δένω κάτι πάνω ή κοντά σε κάτι άλλο («τὰς δὲ χεῑρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῑν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 3. παθ. προσκαταλαμβάνομαι (για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ… … Dictionary of Greek